Ας ειναι αυτή η βροχή να ξεπλύνει τα μέσα μας. Να ξεπλύνει την ασχήμια μας που απλώθηκε ολόγυρα. Μολύναμε τα ποτάμια με το δηλητήριο μας. Να τρέξει νερό άφθονο να παρασύρει μαζί του όλη τη σκουριά , την λάσπη, τη σκόνη που έχει καθίσει στα πνευμόνια και κάνουν την καρδιά να μοιάζει με μολυσματική πηγή κι όχι πηγή καθάρια στην μέση ενός πυκνού δάσους.
Ειλικρινά, τόσο πολύ δεν τρόμαξα ποτέ με την αδιαφορία. Όχι, πλέον αυτά είναι ξεπερασμένα. Δεν έχουμε την ανέκφραστη φάτσα του αδιάφορου, του χαζού που αγνοεί ή αγνοείται. Όλα τα γνωρίζουμε, τα κατέχουμε κι ας μην τα κατανοήσαμε ποτέ μας ούτε στο ελάχιστο.
Γεμίζουν λοιπόν τα μηνίγγια μας αίμα και φωνάζουμε απόλυτοι με απόλυτη απολυτότητα (μην και υπονοηθεί κάποια υποβόσκουσα αμφιβολία και καταλάβει κανείς ότι έχουμε και συναισθήματα) “ψόφο στο κωλόπαιδο, ένα κακομαθημένο είναι, τρομοκράτης”, “να πάνε από εκεί που ήρθαν”, βγαίνουμε σε ραδιοφωνικές ανάλαφρες εκπομπούλες, τόσο ανάλαφρες όσο το τίποτα και λέμε χαριτωμένα “Τί θα κάνουμε τώρα δηλαδή; Μαγαζιά, ξενοδοχεία (θα βλέπουν) τους Σύριους να αναβοσβήνουν” […] “θα μένεις στο Μεγάλη Βρετανία, θα πληρώνεις 600-700-1000 την ημέρα, θα ανοίγεις την πόρτα σου και θα βλέπεις τα κουρέλια από κάτω…Αντουάν, βάλε κάποιον να το καθαρίσει αυτό”. Και όταν αφήσουμε το μικρόφωνο που τραγουδάμε και εξυμνούμε τόσο καιρό το τίποτα, κάπου ανάμεσα σε “πιο χαμηλά Λόλα” και “Πώς να βολέψω στο ίδιο κρεβάτι δύο γυναίκες σε μία βραδιά” αιτούμαστε με την ίδια ελαφρότητα το τίποτα σαν… “Θερμή παράκληση να καθαριστούν τα παγκάκια της Αθήνας από τα χημικά και τις μολότοφ. Θέλω να βγω με το κορίτσι μου σήμερα που ‘ναι Κυριακή, να τη φιλήσω σε παγκάκι” ενώ η γιορτή και η φιλανθρωπία ποτέ δεν φεύγει από το DNA μας και φοράμε τα κόκκινα αγιοβασιλειάτικα μας και βγαίνουμε στους δρόμους να τρέξουμε,, ενισχύοντας φυσικά τις αγαπημένες μας ασφαλιστικές και άλλες εταιρίες χωρίς βεβαίως να σκεφτόμαστε απολύτως… τίποτα.
Γελαμε χυδαία και σπέρνουμε γεμάτοι σιγουριά αυτό το απελπιστικό τίποτα που ξέρουμε τόσο καλά να γεννάμε. Αγνοώντας τον κίνδυνο ότι όταν σπέρνεις τίποτα τότε σύντομα θα φυτρώνει τίποτα και τίποτα θα θερίσεις. Αυτό το τίποτα που δεν αφήνει κανέναν να διαφέρει από το τίποτα. Ο φασισμός του τίποτα. Είναι η επιλογή της “κοινωνίας” αυτής, αυτό το τίποτα κι εσύ τι πας να κάνεις, δεν σε καταλαβαίνω… τι είσαι, ποιος είσαι; Όχι, όχι δεν μιλάω για τον Ρωμανό ή για τους Σύριους στο Σύνταγμα, λέω για εσένα που σκέφτηκες κάτι άλλο από αυτό το τίποτα, λέω για εσένα που έκανες κάτι πέρα από το τίποτα, μιλάω για εσένα που ερωτεύτηκες διαφορετικά από το.. σύνηθες τίποτα… Όχι, όχι δεν μιλάω για τους γκέι, τις λεσβίες δεν πρόκειται για αντιρατσιστικό κείμενο, μιλάω για όλους αυτούς που τολμούν να λένε ότι αυτό το “τίποτα” δεν τους γεμίζει. Τώρα κατάλαβα γιατί όταν λέμε στους γονείς μας κάτι που διαφέρει έστω και λιγάκι από αυτό το τίποτα δεν συζητάμε ποτέ επιχειρηματολογώντας την ουσία της επιλογής μας αλλά καταλήγουμε να συζητάμε πόσο σώφρον είναι να διαφέρουμε από αυτό το ομοιογενές τίποτα. Είναι τελικά αυτό το σύνδρομο του “εσύ να κοιτάς την δουλειά σου”;
Ε, λοιπόν δεν το είχα σκεφτεί, ότι τελικά αυτό είναι ίσως το μόνο που μας ενώνει και μπορεί να μας κάνει να κατεβούμε και στον δρόμο ακόμη, κάτω από ένα πανό. Αφού είναι αυτό που επιζητούμε περισσότερο από όλα, μπορούμε να παλέψουμε για αυτό. Ένα πανό με ένα ΤΙΠΟΤΑ γραμμένο με αίμα.
Είναι δύσκολο να αγαπάς την ανθρωπότητα.
Leave a Reply