Το ξέρω, γίνομαι μονότονος αλλά θα το (ξαναματα)πω: Η θεώρηση των πραγμάτων κάτω από το αποκλειστικό πρίσμα της τεχνικοπρακτικής αποτελεσματικότητας έχει σήμερα κυριαρχήσει τόσο, ώστε μοιάζει σχεδόν αδύνατον να γίνει κατανοητό, πόσο μάλλον αποδεκτό, λόγου χάρη ότι −όπως σημειώναμε στην προηγούμενη ανάρτηση− η καθολίκευση του «άυλου» χρήματος συνδέεται όχι απλά με την επέκταση του τεχνοσυστημικού ελέγχου και της πανοπτικής επιτήρησης, αλλά με τον πολύ σοβαρότερο, διότι ριζικότερο, κίνδυνο της εξάλειψης των ανθρώπινων ανταλλαγών. Πώς μπορεί αλήθεια να σκεφτεί αυτό τον κίνδυνο ο σύγχρονος άνθρωπος, που έχει σχεδόν ξεχάσει τι εστί «ανθρώπινες ανταλλαγές»; Εδώ, η ίδια η έννοια του «συλλογικού υποκειμένου» προξενεί αμηχανία −δεν λέω και χασμουρητά, γιατί αυτό πια εννοείται.
Πώς μπορείς να μιλήσεις για κάτι πολύτιμο, που ωστόσο διαφεύγει πια της προσοχής κι ο κόσμος το προσπερνάει ποδοπατώντας το;
Έχουμε μπει σε «περίοδο γιορτών». Αλήθεια, τι βλέπουμε σ’ αυτό που λέμε «γιορτές»; Ναι, σύμφωνοι, «εμπορευματικό πανηγυράκι». Πολύ σωστά! Όμως δεν ρωτάω τι βλέπουμε από κοινωνιολογικής, αλλά από ανθρωπολογικής άποψης −διότι ακόμα κι αν η ανθρωπότητα ευτυχήσει κάποτε να δει το τέλος του «εμπορευματικού πανηγυριού», δεν θα πάψει να γιορτάζει … εκτός κι αν μαζί με τ’ απόνερα πετάξουμε και το μωρό, που λέγαμε κάποτε.
Αλήθεια, διακρίνουμε κανένα μωρό μέσα στ’ απόνερα του «εμπορευματικού πανηγυριού»; Μα πώς, όταν, πηγαίνοντας πίσω από τ’ απόνερα (συμφέροντα), δεν καταφέρνουμε να δούμε σε αυτό που συναντάμε (τελετές, δηλαδή θρησκευτικότητα) παρά «ανοησίες»;
Στις σημειώσεις του που έγραψε το καλοκαίρι του 1931 και κυκλοφόρησαν αρκετά μετά το θάνατό του με τίτλο Παρατηρήσεις πάνω στο Χρυσό Κλώνο του Φρέιζερ (1967) −στα ελληνικά βλ. Γλώσσα, Μαγεία, Τελετουργία (1990)−, ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, εξετάζοντας κριτικά το κλασικό έργο του ανθρωπολόγου Τζέιμς Φρέιζερ, Ο χρυσός κλώνος (1890), κατέδειξε πολύ καθαρά το πρόβλημα:
[…] Η περιγραφή των μαγικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων των ανθρώπων απ’ τον Φρέιζερ δεν είναι ικανοποιητική. Κάνει αυτές τις πεποιθήσεις να φαίνονται σαν λάθη. [..] Είναι πραγματικά πολύ παράξενο, όλα τούτα τα έθιμα να προβάλλονται τελικά τρόπον τινά σαν βλακείες. Είναι ακατανόητο το ότι οι άνθρωποι τα κάνουν όλ’ αυτά από καθαρή βλακεία. […]Ο Φρέιζερ λέει πως είναι πολύ δύσκολο ν’ ανακαλύψεις το λάθος στη μαγεία −κι αυτός είναι ο λόγος που επιζεί τόσους αιώνες− διότι, λ.χ., ένα ξόρκι που υποτίθεται ότι θα φέρει βροχή, είναι βέβαιο πως αργά ή γρήγορα θα φανεί αποτελεσματικό. Όμως είναι παράξενο ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν σκεφτεί πως τελικά θα βρέξει αργά ή γρήγορα. […]
Ασφαλώς το είχαν σκεφτεί. Δεν ήταν από άγνοια που έκαναν τις τελετές εκείνες. Διότι, όσο κι αν πληγώνει τον πολιτισμικό εγωϊσμό μας, γνώσεις, και μάλιστα πολύ ακριβείς, πάνω στα φυσικά φαινόμενα είχαν και οι παλιότερες κοινωνίες −χωρίς αυτό να αναιρεί τη θρησκευτικότητά τους, όπως υποθέτει ο σχετικά σύγχρονος μύθος, σύμφωνα με τον οποίο η θρησκευτικότητα εκείνων των κοινωνιών, ή εν γένει, οφείλεται στην «άγνοια» και παρέρχεται χάρη στην «επιστημονοτεχνική γνώση».
Αίνιγμα λοιπόν. Είναι το αίνιγμα που προς τιμήν του είχε διαπιστώσει, αλλά χωρίς να το λύσει, ένας ακραιφνής οπαδός του παραπάνω σύγχρονου μύθου, ο Καρλ Μαρξ, όταν ξεκινούσε γράφοντας στην Εισαγωγή για μια κριτική της πολιτικής οικονομίας (1857):
[…] Η αντίληψη για τη φύση και για τις κοινωνικές σχέσεις, που βρίσκεται στο βάθος της ελληνικής φαντασίας, επομένως και της ελληνικής [τέχνης], μπορεί να συμβιβαστεί με τις αυτόματες μηχανές, με τους σιδηροδρόμους, με τις ατμομηχανές και με τον ηλεκτρικό τηλέγραφο; Τι είναι ο Ήφαιστος μπροστά στο RobertsandCo, ο Δίας μπροστά στο αλεξικέραυνο, ο Ερμής μπροστά στο CreditMobilier; Κάθε μυθολογία δαμάζει και κυριαρχεί τις φυσικές δυνάμεις μέσα στη φαντασία και με τη φαντασία∙ επομένως, χάνεται μόλις αυτές τις δυνάμεις κατορθώσουμε να τις κυριαρχήσουμε πραγματικά. […] Μπορεί να σταθεί ο Αχιλλέας από τη στιγμή που παρουσιάζεται το μπαρούτι και το μολύβι; Ή ολόκληρη η Ιλιάδα, μπορεί να συμβιβαστεί με το τυπογραφικό πιεστήριο; Η ραψωδία, ο μύθος και η Μούσα δεν σωπαίνουν αναγκαστικά μπροστά στο μοχλό του τυπογράφου; […]
… για να κλείσει αυτές τις σκέψεις διαπιστώνοντας πως, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κάτι που σου σπάει το κεφάλι:
[…] Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς η ελληνική τέχνη και το έπος συνδέονται με ορισμένες μορφές κοινωνικής ανάπτυξης. Δύσκολο είναι να καταλάβουμε πώς μπορούν ακόμη να μας δίνουν αισθητικές απολαύσεις και πώς μπορούμε να τις θεωρούμε από ορισμένες απόψεις σαν κανόνα και άφθαστο πρότυπο. […]
Έλα ντε. Όμως δεν είναι δύσκολο. Είναι αδύνατον, όταν έχεις τις προηγούμενες σκέψεις, δηλαδή όταν προσεγγίζεις τη θρησκευτικότητα με τον ίδιο τύπο σκέψης, και τους ίδιους όρους, με τους οποίους προσεγγίζεις την επίλυση ενός τεχνικού προβλήματος … λες και ο Κεραύνιος Δίας, λ.χ., προήλθε από την προσπάθεια των αρχαίων να δουν τι θα κάνουν με τους κεραυνούς.
Λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Μόρις Ντριούρι, φίλος και μαθητής του Βιτγκενστάιν, σε ένα απόσπασμα από βιβλίο του Ο κίνδυνος των λέξεων (1973), που βρήκα σε σχετικό κείμενο του Ζακ Μπουβερές:
[…] Ο Φρέιζερ θαρρεί πως μπορεί να διαυγάσει την καταγωγή των τελετουργιών που περιγράφει, θεωρώντας τις σαν πρωτόγονες και λαθεμένες επιστημονικές πεποιθήσεις. Λέει επί λέξει το εξής: «Γι’ αυτό, επισκοπώντας τις γνώμες και τις πρακτικές χονδροειδέστερων εποχών και φύλων, καλά θα κάνουμε να δείχνουμε επιείκια για τα λάθη τους, που είναι αναπόφευκτα ολισθήματα κατά την αναζήτηση της αλήθειας». Ε λοιπόν, ο Βιτγκενστάιν μ’ έκανε να δω καθαρά ότι, αντίθετα απ’ ό,τι λέει ο Φρέιζερ, οι άνθρωποι που έκαναν εκείνες τις τελετές διέθεταν ήδη σημαντικές επιστημονικές γνώσεις, ήξεραν καλά τη γεωργία, τη μεταλλουργία, τεχνικές κατασκευών, κ.λπ. Και οι τελετουργίες συνυπήρχαν παράλληλα με αυτές τις σοβαρές τεχνικές.
Με άλλα λόγια, οι τελετουργίες δεν προήλθαν από λαθεμένες πεποιθήσεις, αλλά από την ανάγκη να εκφραστεί κάτι: ήταν μια μορφή γλώσσας, μια μορφή ζωής. Άλλωστε και σήμερα, όταν μας συστήνουν κάποιον, του σφίγγουμε το χέρι. Όταν μπαίνουμε σε μια εκκλησία, βγάζουμε το καπέλο μας και μιλάμε χαμηλόφωνα. Κι ίσως τα Χριστούγεννα στολίζουμε ένα δέντρο. Όλα αυτά είναι εκφράσεις φιλικότητας, σεβασμού, γιορτασμού. Δεν είναι ότι πιστεύουμε πως το σφίξιμο των χεριών φέρνει κάποιο μαγικό αποτέλεσμα, ούτε ότι θα πάθουμε κανένα κακό άμα δεν βγάλουμε το καπέλο μας μπαίνοντας στην εκκλησία! […]
Κι έτσι, πέρα από την επισήμανση του προβλήματος, ο Ντριούρι μάς δίνει, μέσω Βιτγκενστάιν, και το κλειδί για την επίλυσή του. Βρίσκεται σε δυο φράσεις: «Άλλωστε και σήμερα», «Όλα αυτά είναι εκφράσεις φιλικότητας, σεβασμού, γιορτασμού».
Κλειδί πρώτο: «Άλλωστε και σήμερα». Δηλαδή, θα πέσουμε έξω και δεν θα καταλάβουμε τίποτα εάν προσεγγίσουμε αυτή τη σφαίρα της ζωής σαν κάτι που συνέβαινε μόνο «κάποτε», σαν κάτι που δεν μπορούμε να διακρίνουμε στο σήμερα. Αρκεί να μην ξεχνάμε κάτι που έλεγε το 1964 ένας πιο εξασκημένος, καλλιτέχνης γαρ, ο Άσγκερ Γιόρν:
[…] Αν δεν καταλαβαίνουμε μια δογματική διαμάχη του 4ου αιώνα, μπορούμε ωστόσο να είμαστε βέβαιοι για ένα πράγμα: εκείνοι οι άνθρωποι δεν ήταν περισσότερο ανόητοι από εμάς. Αυτό αρχίζουμε σιγά-σιγά να το κατανοούμε σχετικά με όλες τις φυλές επί της γης, είτε αποκαλούνται υπανάπτυκτες είτε υπερανεπτυγμένες. Δεν ήταν περισσότερο ανόητες από εμάς. Συνεπώς, οι απόψεις τους είναι εξίσου ενδιαφέρουσες με τις δικές μας και μάλιστα είναι ενδιαφέρουσες ακριβώς όταν συσχετίζονται με τις δικές μας. Αυτό το ενδιαφέρον, σε συνδυασμό με μια διεύρυνση της προσοχής μας, επιδρά ανατρεπτικά πάνω στο καλούπωμα της πνευματικής μας ζωής. […]
Κλειδί δεύτερο: «Όλα αυτά είναι εκφράσεις φιλικότητας, σεβασμού, γιορτασμού». Δηλαδή, θα καταλάβουμε κάτι, κι ίσως ακόμα καλύτερα θα το γευτούμε, εάν πάψουμε ν’ αναζητούμε εκεί «ιδιωτικά» συναισθήματα, ή «τεχνικές» μορφές σκέψης, κι αφήσουμε να μας μιλήσουν λέξεις όπως «φιλικότητα, σεβασμός, γιορτασμός».
Τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις για εμάς σήμερα; Σε τι μας παραπέμπουν; Ή καλύτερα: σε ποιους μας παραπέμπουν; Κι αυτό τον κόσμο, όπου μας παραπέμπουν, μπορούμε τάχα να τον συλλάβουμε απ’ έξω, σαν αντικείμενο ακαδημαϊκού τύπου έρευνας, ή προχωρώντας από μέσα,σαν τόπο νοήματος ζωής;
Leave a Reply