Στοιχεία:
πρόσωπο: κύριος συνταξιούχος με σκυλάκι
φυσικό στοιχείο: τεράστιος ευκάλυπτος
ήχος : νερό που στάζει από μπαλκόνια
εικόνα: δύο βατράχια που παίζουν τρομπέτες!!!!
Το κείμενο:
Ο κύριος Στάθης Μάμαλης. Ψαρομάλλης και γεροδεμένος. Συνταξιούχος εργάτης, πιάνουν τα χέρια του ακόμα όλο μαστορεύει να περνάει η ώρα.
Και πού δεν είχε δουλέψει..σε εργοστάσια σε βιοτεχνίες, και κτίστης είχε κάνει τον πρώτο καιρό που ήρθε από το χωριό.
Άφησε την Ερατεινή γεμάτος όνειρα και λαχτάρα για το νέο μέρος, το μαγικό το άγνωστο, την Αθήνα.
έφυγε από το πατρικό του με τον ευκάλυπτο και την νεραντζιά στην αυλή και εγκαταστάθηκε στα Πετράλωνα σε ένα θείο του.
Η μάνα του που τον χαιρετούσε με δάκρυα του έβαλε στο χέρι με το ζόρι ένα καλάθι.
Λίγο φαί για το δρόμο, ένα κοτόπουλο για να πάει στο θείο πεσκέσι και ένα ματσάκι με φύλλα.
Το κοίταξε ο Στάθης καλά καλά
– Ρε μάνα τι τον έβαλες τον ευκάλυπτο;
– Για να βράζεις πουλάκι μου όταν θα ‘χεις βρογχικά. Δεν θα μπορείς να ανασάνεις την Αθήνα γιαβρί μου.
Με το που έφτασε στη Αθήνα στο σπίτι του θείου βλέπει ένα πελώριο ευκάλυπτο στη γωνία.
Άνοιξε η καρδιά του. Κάτι από το χωριό κάτι από το σπίτι του. Ίσως και δω να μπορούσε να γίνει σπίτι του κάποτε.
Και έτσι έγινε. Την αγάπησε την γειτονιά και την Αθήνα και την Μαρία την γειτονοπούλα με τα κόκκινα μάγουλα.
Παντρεύτηκαν και έκαναν 2 γιούς. Τα καμάρια του! Δεν ήταν πλούσιοι αλλά ζούσαν καλά. Τα ανάθρεψαν τα παιδιά, τα σπούδασαν, τα πάντρεψαν.
Δόξα το θεό που έλεγε και η κυρά Μαρία και έκανε ένα σταυρό τεράστιο κοιτώντας τον ουρανό.
Αυτά σκεφτόταν ο κυρ Στάθης καθώς έκανε την βόλτα στο τετράγωνο.
Για να πάρει τον αέρα του το σκυλί εύρισκε και αυτός την ευκαιρία να το σκάσει λίγο και να συλλογιστεί μόνος του.
Με το βλέμμα χαμένο έσερνε και το σκυλί και το περίμενε σε κάθε γωνιά σε κάθε δέντρο μπας και θα είναι αυτό το εκλεκτό που θα επιλεγεί για το μαρκάρισμα.
– Ααα ρε κατακαημένε Στάθη.. μόνο το σκυλί σου απέμεινε να ξεχνιέται λιγο το μυαλό.
Οι γιοί του έφυγαν για την Γερμανία με τις οικογένειες τους. Δεν πήγαινε άλλο εδώ. Άλλη ζωή εκεί, άλλοι μισθοί άλλες παροχές αλλά δεν βαριέσαι ..ξενιτιά.
Πήγε πρώτα ο ένας και μετά σιγά σιγά και ο άλλος- και πήραν μαζί και τα βατραχάκια του! τα εγγονάκια του.
Τα έβλεπε τώρα μόνο καλοκαίρια. Πλατσούριζαν στις παραλίες φωνάζοντας και σκούζοντας σαν τα βατραχάκια. Αχ πόσο του έλειπαν!
Μίλησαν στο τηλέφωνο χτές και μαθαίνουν λέει να παίζουν τρομπέτα! Πώ πω θα του πάρουν το κεφάλι το καλοκαίρι.
Είχε εστιάσει το βλέμμα σε μια λακκούβα με νερό και είχε χαθεί στις σκέψεις του.
Το νερό έσταζε από τα μπαλκόνια και τάραζε το νερό στην λακκούβα, και μέτραγε και τον χρόνο που περνάει, πλιτσ πλιτσ τον χρόνο μέχρι το καλοκαίρι. αχ μέχρι το καλοκαίρι!! να έρθουν τα βατραχάκια του να πλατσουρίσουν στα νερά και ας παίζουν και τις τρομπέτες ολημερίς!!!
Αναθάρρεψε ο κυρ Στάθης.
Τράβηξε γλυκά το σκυλί που χασομέραγε στη γωνία στην ρίζα του ευκαλύπτου μυρίζοντας και πήγε λίγο παρακάτω.
Άντε Ερατεινή μου να τελειώνουμε κοπέλα μου μας περιμένει η κυρά Μαρία για βραδινό!
Κείμενο δεύτερο από την Ξένια
Στοιχεία:
Φυσικό στοιχείο : ουρανός
Αψυχο αντικείμενο : καθρέφτης
Χαρακτήρα : Κυρία μεσήλικας με λευκό δέρμα και κατάλευκα κυμματιστά μαλλιά
‘Ηχος : γαβγίσματα μικρού σκυλιού
Εικόνα: Θανάσης Βέγγος
Χαρακτηριστικά
ΟΥΡΑΝΟΣ
κόκκινος,βροχερός,θλιμμένος,απέραντος
ΚΑΘΡΈΦΤΗΣ
θολός,σπασμένος,αθλητικός,αιμοβόρος
Η ΚΥΡΙΑ
γλυκιά,αγχωμένη,χαμένη,γερασμένη
ΓΑΒΓΊΣΜΑΤΑ
εκνευριστικά,ανέμελα,δημιουργικά,βροντερά
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΌ
ΟΝΟΜΑ: Γιασεμί
ΕΠΩΝΥΜΟ:Ρωμανού
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Συνταξιούχος (πρώην ηθοποιός)
Το κείμενο:
Γαβ!Γαβ!Γαβ!
Κάθε βράδυ τα ίδια! Τα εκνευριστικά, βροντερά γαβγίσματα του Λέων, του ενοχλητικού σκυλιού του γειτονικού διαμερίσματος, ακούγονταν σε όλη την πολυκατοικία! Δεν την αφήνουν να χαλαρώσει και να απολαύσει τη μελωδία που ακούγεται από το μικρό της τρανζιστοράκι. Είναι η μοναδική της συντροφιά. Αυτό και οι αναμνήσεις της.
-Γιασεμί! Γιασεμί!Μην αργήσεις! Σε λίγο θα ετοιμάσω το τραπέζι για να φάμε. ‘Ακουσες Γιασεμί ;
-Εντάξει καλέ μάνα!Μη φωνάζεις! Δε θ’ αργήσω.
Πάντα όμως έφτανε καθυστερημένη στο σπίτι.Και πάντα έδινε την ίδια δικαιολογία στους δικούς της.
– Μα έπρεπε να τελειώσουμε τη σκηνή!
Η Γιασεμί μαζί με τους φίλους της θα ανέβαζαν θεατρική παράσταση στην πλατεία της Αγ. Αικατερίνης. Κάθε καλοκαίρι γινόταν αυτό. Από μικρή το έλεγε πως θέλει να γίνει ηθοποιός. Της άρεσε να υποδύεται ρόλους, να προσποιείται πως είναι κάποια άλλη. Της φαινόταν ένα αλλιώτικο παιχνίδι, που μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάζει προσωπικότητα, να αλλάζει ηλικία και χαρακτήρα.
Τα κατάφερε! ‘Εγινε ηθοποιός και μάλιστα αναγνωρισμένη! ‘Επαιξε εκατοντάδες ρόλους, σε πολλές θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες. Είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή στην υποκριτική τέχνη.
-Και τώρα; Και τι με όλα αυτά; Γιατί τα έκανες όλα αυτά Γιασεμί;
Κοιτούσε τώρα το κατάλευκο γερασμένο πρόσωπό της και με τις άκρες των δαχτύλων της χτένιζε τα λευκά κυμματιστά της μαλλιά, μπροστά στο θολό καθρέφτη.
– ‘Εμεινες ολομόναχη πια! Εσύ και τα γηρατειά σου!
Γαβ!Γαβ!Γαβ!Γαβ!
Δεν έλεγε να σωπάσει κι αυτό το σκυλί! ‘Εβαλε γρήγορα το παλτό της, εκείνο το κασμιρένιο, το καφετί, που το φορούσε στα νιάτα της και της πήγαινε πολύ,’ολοι της το έλεγαν, και βγήκε έξω. Μια βόλτα ίσως της έκανε καλό. ‘Ισως τη βοηθούσε να ξεχαστεί.
Ο ουρανός ήταν κόκκινος. Μάλλον ετοιμαζόταν για βροχή. ‘Αρχισε να ψιχαλίζει.
Περπάτησε αρκετά. Αλλά άρχισε να συνειδητοποιεί πως ο καιρός είχε αγριέψει και πως έπρεπε να επιστρέψει.Περπάτησε λίγα μέτρα ακόμα, κοιτώντας γύρω της σαν χαμένη.Χαμένη;
-Χάθηκα!!! Τι θα κάνω τώρα;
Είχε όντως χαθεί. Η μνήμη της, λόγω ηλικίας είχε ασθενήσει. Εδώ και μία ώρα έκανε κύκλους στο ίδιο τετράγωνο. ‘Ηταν πια αγχωμένη και ταλαιπωρημένη από την αγωνία να βρει τον προορισμό για να γυρίσει στο σπίτι της.
-Γαβ!Γαβ!Γαβ!
Ακούστηκαν ξαφνικά γαβγίσματα. Της ήταν οικείο αυτό το άκουσμα. ‘Ηταν ο Λέων! Πόσο ανακουφιστικά και γλυκά της φάνηκαν τώρα τα γαβίσματά του..
Θυμήθηκε! ‘Ηταν πια έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας που έμενε. Ανέβηκε γρήγορα στο διαμέρισμά της.
Το σκυλάκι είχε σταματήσει να γαβγίζει.
‘Εβγαλε το μουσκεμένο, από τη βροχή, παλτό της και άνοιξε αμέσως το τρανζιστοράκι της. Ακούστηκε η γνώριμη φωνή του καλού της φίλου Θανάση: ” Καλοί μου άνθρωποι!”
Στο δεύτερο πρόγραμμα είχαν απόσπασμα από παράσταση του Θανάση Βέγγου.
Χαμογέλασε…
Κάθησε στην αναπαυτική της πολυθρόνα, μπροστά στο παράθυρο κι εκεί αποκοιμήθηκε.
Στοιχεία:
Φυσικό στοιχείο: Φεγγάρι
Άψυχο αντικείμενο: Τακούνι
Ήχος: Πέταλο αλόγου
Εικόνα: Μελάνι σε λευκό χαρτί
Βιογραφικό
Όνομα: Γρηγορία-Σταματίνα
Επίθετο: Διαθεσιμίδου
Ειδικότητα: Ιχνογράφος
Επάγγελμα: Στατιστική οικονομικής έρευνας
Το κείμενο:
Στο πλακόστρωτο ακούγεται το γρήγορο βάδισμα. Ο ήχος μοιάζει με πέταλο αλόγου, μεταλλικός, δια- περαστικός.
Και το είπα να μην βάλω αυτά τα τακούνια. Αλλά για έναν περίεργο λόγο, ποτέ δεν κάνω αυτό που σκέφτομαι, στον χρόνο που το σκέφτομαι.
Η νύχτα είχε προχωρήσει για καλά και εγώ επιτάχυνα για να φτάσω εγκαίρως στο σπίτι. Τα παιδιά με περίμεναν και εγώ τους το είχα υποσχεθεί.
΄Αλλη μια μέρα έντονης προσπάθειας κατέληξε σε αποτυχία. Τί ακύρωση! Τι κατάπτωση ηθική! Τόση δουλειά, τόση λεπτομέρεια, τόση καταμέτρηση, τόση επεξεργασία, τόση αγωνία και το αποτέλεσμα;
– Λυπάμαι, είστε εκτός θεματικής. Η εργασία σας ούτε που θα διαβαστεί. Το επιχειρείν μας είναι καθαρά ορθολογιστικό και διέπεται από κανονισμούς ακριβείας, στρατηγικής κερδοφορίας και αειφόρου ανάπτυξης.
– Μα θα μου πάρουν το σπίτι αν δεν προωθήσετε αυτή την πρότασή μου. ΄Αλλωστε δεν ζήτησα να την υλοποιήσετε εσείς, αλλά τουλάχιστον προχωρήστε τη, μήπως κάποιος άλλος ενδιαφερθεί.
– Μάλλον δεν είστε σε θέση να αντιληφθείτε. Η εργασία σας δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί ξεκινάει με την λέξη αμφισβήτηση. Εσείς προσβάλλετε την επιστήμη μας, την τεχνολογία μας, και όλους, που εργάζονται εδώ.
– Μα, μην το παίρνεται προσωπικά. Μία άλλη προσέγγιση είναι. ΄Αλλωστε η έννοια της επιστήμης σε αυτή την λέξη βασίζεται.
– Ακούστε, δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με τις φιλολογίες σας. Μας καθυστερήτε. Αρκετά ασχοληθήκαμε μαζί σας!
Ούτε κατάλαβα πως βρέθηκα στο δρόμο. Το μυαλό μου είχε θολώσει και όλα έγιναν τρομακτικά άσχημα! Ο χρόνος σταμάτησε, η ανάσα μου πιάστηκε, ο λόγος ματαιώθηκε, τα χρώματα έσβησαν, οι άνθρωποι έχασαν τα χαρακτηριστικά τους και ο τόπος έγινε απελπιστικά ξένος. Και έμειναν μόνο οι αριθμοί και η αφόρητη μοναξιά. Αδιέξοδο, απόγνωση και οργή. Πόσο άδικη, και αδυσώπητα σκληρή γίνεσαι ζωή, σκέφτηκα.
Και εκείνη τη στιγμή ένοιωσα το τακούνι μου να γλυστράει και εγώ να βρίσκομαι ανάσκελα στο πλακόστρωτο.
Δεν ένοιωσα τον πόνο αλλά δεν μπορούσα και να σηκωθώ και έτσι όπως ήμουν ξάπλα είδα το φεγγάρι όπως δεν το είχα ξαναδεί.
΄Ενα τεράστιο ασημένιο φεγγάρι, που στην μέση του περνούσε ένα μακρόστενο λευκό σύννεφο σαν γραμμή. ΄Ενα απίστευτο φως διαχεόταν γύρω του και το μισό φεγγάρι έμοιαζε σαν να αντικατοπτρίζεται σε θάλασσα.
΄Ενας ουρανός θάλασσα και εγώ αισθάνθηκα σαν να είμαι ξαπλωμένη σε ακρογιαλιά. Τι ωραία ψευδαίσθηση. Μέχρι και το αεράκι μου έφερε μυρωδιά θαλασσινή. Αχ! βρε ζωή, πρέπει να είμαι πεσμένη για να σε δω ωραία;
Πιο πέρα υπήρχαν κάτι παιδάκια που γέλαγαν. ΄Εβαλα όλη μου την δύναμη και κατάφερα να καθίσω. Ευτυχώς δεν πόναγα. ΄Ενα κοριτσάκι έτρεξε προς τα εμένα. Τα μαλλάκια της ήταν μαύρα λαμπερά και το προσωπάκι του οβάλ και λευκό, σαν της χιονάτης. Στέκεται δίπλα μου, με δείχνει με το δάχτυλό της και λέει: εγώ! μετά δείχνει τον εαυτό της και λέει: εσύ! και φεύγει τρέχοντας.
Αγάπη μου, έτσι επικοινωνούν οι ινδιάνοι. Πόσα γνωρίζουν τα παιδιά! Πρέπει να βρω την μαμά της να της πώ, να την εμπιστεύεται, να της δίνει χρόνο και προπαντός να μην θυμώνει μαζί της. Πως γίνεται να θυμώνουμε με τα παιδιά; Μπέρδεμα μεγάλο. ‘Αλλωστε το δείχνουν και οι φράσεις ντρέπομαι για σένα, φοβάμαι για σένα, ανησυχώ για σένα, λυπάμαι για σένα κ.ο.κ αλλά και οι αντίθετες τύπου ρεζίλι με έκανες, σε καθιστώ υπεύθυνο για μένα, να πληρώσεις για μένα κ.λ.π. Αλλά τι κάθομαι και σκέφτομαι τώρα.
Το τακούνι μου το αριστερό με το πέσιμο είχε φύγει από το πόδι μου και είχε σταθεί δίπλα σε ένα λευκό χαρτί, που είχε μια μουτζούρα. Μάλλον, αυτό θα πάτησα και έπεσα. Σκύβω να πάρω το παπούτσι και βλέπω ότι αυτό, που είδα για μουτζούρα, ήταν ένας στίχος με κεφαλαία μαύρα γράμματα.
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ. ΑΛΛΑ ΣΑΒΒΑΤΟ; ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΜΗΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ ΣΑΒΒΑΤΟ;
Εε αυτό κι αν ήταν. Τόσες απανωτές πληροφορίες σε μια μέρα δεν αντέχονταν. Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου χωρίς να μπορώ να τα σταματήσω. ΄Ηταν θυμός, πόνος, χαρά., ανακούφιση.
‘Ηταν σαν λύτρωση.
Σηκώνομαι, ξεσκονίζω το παλτό μου, μαζεύω την τσάντα μου, στρώνω τα μαλλιά μου και ξεκινώντας να φύγω, βλέπω να έρχεται ορμητικά προς τα μένα μια γυναίκα φωνάζοντας:
Μωρή, τι είπες στο παιδί μου και σε δείχνει και κλαίει; και σταματάει απότομα γιατί αντιλαμβάνεται το κλάμα μου. Κοιταζόμαστε και εκεί νοιώθω ότι είχα τελειώσει οριστικά με την Δευτέρα. Και ότι η διαδρομή προχωράει προς Σάββατο. Καλή αρχή.
Όλα θέλουν το χρόνο τους. Μισός αιώνας. Όταν τον βαδίζεις ατελείωτος, όταν τον σκέφτεσαι όμως; Σαν χθες.
Στοιχεία:
1 οπτικό φυσικό στοιχείο: σύννεφα – πολλά, γκρι, κρύβουν το φεγγάρι, συνοφρυωμένα
1 άψυχοαντικείμενο: φορτηγάκι – λευκό, με ανοιχτή την πίσω πόρτα, παρκαρισμένο παράνομα
1 ήχος: τρένο – τσιριχτός, συνεχής, ξαφνικός και αναμενόμενος ταυτόχρονα
1 χαρακτήρας: ένας βιαστικός τύπος σταμάτησε στο περίπτερο και κουνούσε νευρικά τα πόδια καθώς περίμενε τα ρέστα – μελαχρινός, κοντά μαλλιά, νέος, με μπεζ μπουφάν
Φωτογραφία: ? (έκπληξη)
Βιογραφικό σημείωμα βιαστικού τύπου
Γεώργιος Τσιγγουνάκης, ετών 37. Γεννήθηκε στην Καστοριά. Οι γονείς του ήταν ήσυχοι και φιλόξενοι άνθρωποι. Καλούσαν συχνά κόσμο στο σπίτι για να μοιραστούν όμορφες στιγμές με τους φίλους τους. Ο πατέρας του, Περικλής Τσιγγουνάκης, ήταν μουσικός και συνήθιζε να παίζει πιάνο ή φλογέρα στα γλέντια τους, ανάλογα κάθε φορά με το κέφι των συμμετεχόντων. Η μητέρα του, Ευγενία Τσιγγουνάκη, το γένος Μάλαμα, ήταν οικοκυρά και πάντα φρόντιζε τους καλεσμένους τους με γευστικά πιάτα και λαχταριστά γλυκά. Ο Γιωργάκης, προτιμούσε πάντα να μένει στο δωμάτιό του. Εμφανιζόταν μόνο όταν ερχόταν στο σπίτι η γιαγιά του, γιατί του έδινε γερό μπουναμά. Ο Γιώργος έμεινε με τους γονείς του μέχρι τα 18 του χρόνια, που πέρασε στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Τελείωσε την Α.Σ.Ο.Ε.Ε. με ένα χρόνο μόνο καθυστέρηση και από τότε εργάζεται ως λογιστής σε ένα μικρό γραφείο στο κέντρο της Αθήνας. Οδός Στουρνάρη. Δουλεύει με άλλους δύο λογιστές. Δεν συμπαθεί κανέναν από τους δύο. Ο πρώτος, Προκόπης Σφυρής, είναι γνωστός του πατέρα του. Θα έπρεπε να έχει πάρει σύνταξη, αλλά δε θέλει να σταματήσει να δουλεύει. Ο δεύτερος, Νικόλαος Τζιτζιφιόγκος, είναι οικογενειάρχης. Μιλάει συνέχεια για τα παιδιά του και αυτό εκνευρίζει τον Τσιγγουνάκη. Ο Γεώργιος Τσιγγουνάκης είναι εργένης. Φιλόδοξος. Έχει χρόνια δεσμό, αλλά δεν παντρεύεται για να μη χαλάσει χρήματα. Δεν κάνει οικογένεια για να μη χαλάσει χρήματα. Δεν βγαίνει πολύ έξω για να μη χαλάσει χρήματα. Δεν έχει χόμπι γιατί νομίζει ότι έτσι θα χαλάσει χρήματα. Το μόνο που του αρέσει να κάνει στον ελεύθερό του χρόνο είναι να βλέπει αστυνομικές ταινίες με την κοπέλα του. Για ποιο λόγο ήταν λοιπόν έξω εκείνο το βράδυ ο συγκεκριμένος άνθρωπος; Μάλλον για να πάρει τσιγάρα και κάτι για να μασουλάνε την ώρα της ταινίας. Γενικά στη ζωή του δεν κάνει κάτι περισσότερο από το να δουλεύει ως αργά. Φιλοδοξεί να γίνει μεγάλος και τρανός. Να αναλάβει τις μεγαλύτερες εταιρείες και να κερδίζει αμύθητα χρηματικά ποσά. Θεωρεί ότι η επικοινωνία με άλλους και η δημιουργία φίλων εξυπηρετεί μόνο πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Όπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος «αν δεν έχεις φίλους, δεν κάνεις δώρα. Αν δεν κάνεις δώρα, δεν δίνεις χρήματα στην αγορά… και ου τω καθεξής». Δε συνέχιζε ποτέ τη φράση του. Νομίζω δεν την έχει σκεφτεί ιδιαίτερα.
Η ιστορία
Ήταν μια γλυκιά μέρα του Γενάρη. Μια μέρα από αυτές που, σύμφωνα με τη μυθολογία, χάρισε ο Δίας στην όμορφη Αλκυόνη. Είχα περάσει όμορφα με φίλους και πριν γυρίσω σπίτι αποφάσισα να κάνω μια ακόμα βόλτα στα Πετράλωνα. Δεν είχε πολύ κόσμο στους δρόμους. Ίσως να τους τρόμαξαν τα γκρι σύννεφα που είχαν μαζευτεί και έκρυβαν το φεγγάρι. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν συνοφρυωμένα που ο Δίας δημιούργησε ζεστές μέρες μέσα στο χειμώνα και γι’ αυτό επέμεναν να είναι γκρι, εκφοβίζοντας τον κόσμο ότι θα ρίξουν κατακλυσμό. Εγώ δεν ταράχτηκα από την εμφάνιση τους. Άλλωστε το καθετί στον ουρανό έχει την ομορφιά του κι εγώ έχω ομπρέλα στην τσάντα μου.
Κάτι άλλο ήταν όμως αυτό που μου κίνησε την περιέργεια και όχι τα σύννεφα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο περπατούσε ή μάλλον έτρεχε ή μάλλον περπατούσε τρέχοντας ένας τύπος. Ήταν νέος, με κοντά μαύρα μαλλιά και ένα ψευτοδερμάτινο μπεζ μπουφάν. Τον παρατηρούσα και προσπάθησα να τον ακολουθήσω όταν μου απέσπασε την προσοχή ο τσιριχτός ήχος που κάνει το τρένο όταν φρενάρει. Τόσο αναμενόμενος ήχος, αφού βρισκόμουν ένα δρόμο κάτω από το σταθμό του τρένου, αλλά και τόσο ξαφνικός ταυτόχρονα αφού ήμουν συγκεντρωμένη στο να παρακολουθώ εκείνο τον βιαστικό τύπο. Ωχ που πήγε; Τον έχασα; Α εκεί είναι. Συνεχίζει ατάραχος το ταχύ του βήμα χωρίς να κοιτάει δεξιά και αριστερά. Σταμάτησε στο περίπτερο. Δε μπορώ να διακρίνω τι αγόρασε. Δε με απασχολεί κιόλας. Αλλά μπορώ να διακρίνω τα πόδια του που τρέμουν σαν κομπρεσέρ που θέλει να ανοίξει τρύπα στο πεζοδρόμιο. Γιατί τόσα νεύρα πια; Γιατί τόση βιασύνη; Με αγχώνει.
Ήμουν έτοιμη να φύγω και να πάρω το δρόμο προς το σπίτι όταν άκουσα φωνές. Γυρίζω προς το περίπτερο. Ο βιαστικός τύπος δεν ήταν πια εκεί. Το βλέμμα μου σε δευτερόλεπτα πλανήθηκε στο χώρο και εντόπισε τον βιαστικό τύπο λίγα μέτρα πιο κάτω, δίπλα σε ένα φορτηγάκι, να χοροπηδάει και να φωνάζει. Μαζεύτηκε αμέσως κόσμος. Από πού ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί; Τώρα δε φοβούνται τα γκρι σύννεφα; Πλησίασα κι εγώ. Τι να κάνω; Έτσι κι αλλιώς εγώ τον παρατηρούσα από πριν και δικαιούμαι να μάθω τι του συνέβη.
«Σκοτώστε τη!!!! Σκοτώστε τη!!!» φώναζε ο βιαστικός τύπος και χοροπηδούσε γύρω από το φορτηγάκι που είχε ανοιχτή την πίσω πόρτα. Μα τι φορτηγάκι ήταν αυτό; Τι γράφει; «Ο – ΠΩ- ΡΟ-ΚΗ-ΠΕΥΤΙΚΟΝ»; Ποια να σκοτώσουν καλέ; Τη ντομάτα; Γιατί; Επειδή πάρκαρε παράνομα;
«Σκοτώστε τη!» ωρυόταν. «Σκοτώστε τη αλλιώς θα σας κάνω μήνυση!»
«Ηρεμήστε κύριέ μου. Μια κατσαρίδα ήταν. Έφυγε.»
Όπως καταλαβαίνετε η φωτογραφία απεικόνιζε μια κατσαρίδα!
Leave a Reply