Όποτε ας πάμε στις αρχές του 20 αιώνα. Προς προβληματισμό λοιπόν αυτή η αναδημοσίευση σχετικά με τα γεγονότα των ημερών μας.
Στα ελληνικά μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβρη του 1984, από το θεωρητικό περιοδικό του ΕΕΚ, Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση.
Στις αρχές του 1935 στην Γαλλία η κυβέρνηση των Ριζοσπαστών, είχε περάσει ένα νομοσχέδιο με το οποίο έθετε στην παρανομία μια σειρά φασιστικές οργανώσεις και επιχειρούσε να τις αφοπλίσει, μετά τις απειλητικές διαδηλώσεις και επιθέσεις που έκαναν. Ο νόμος πέρασε με την μορφή της πάλης για την «προστασία του συντάγματος». Αν και ήταν φανερό ότι, το νομικό αυτό οπλοστάσιο του κράτους, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εξίσου και κυρίως ενάντια στις οργανώσεις αυτό-άμυνας της εργατικής τάξης, τόσο οι Σοσιαλδημοκράτες, όσο και το Σταλινικό ΚΚ Γαλλίας, υπερψήφισαν τον νόμο. Η δεξιά κυβέρνηση της Ολλανδίας, αμέσως πρότεινε στην ολλανδική βουλή το ίδιο μέτρο.
Εκείνη την εποχή ο Χενκ Σνίβλιετ, ήταν εκλεγμένος βουλευτής στο ολλανδικό κοινοβούλιο, ως επικεφαλής του Επαναστατικού Εργατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (R.S.A.P.), και συνεπώς καλούνταν να τοποθετηθεί στην ίδια την βουλή. Ο νόμος πέρασε τον Μάιο το ίδιου έτους, τρεις μήνες μετά από την επιστολή του Τρότσκι, με μοναδικές αρνητικές ψήφους, αυτήν του Σνίβλιετ και παραδόξως των τριών σταλινικών βουλευτών του Ολλανδικού ΚΚ που δεν ακολούθησαν την γραμμή των Γάλλων συντρόφων τους.
Ο Χενκ Σνίβλιετ (1883-1942) ήταν μια σπουδαία φυσιογνωμία του Ολλανδικού και Ινδονησιακού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καθώς μαζί με τους Γκόρτερ και Πάνεκουκ, θα αποτελέσουν την ηγετική ομάδα των αριστερών ολλανδών Σοσιαλδημοκρατών που θα ιδρύσουν το ΚΚ Ολλανδίας. Θα σταλεί στην Ινδονησία που τότε ήταν Ολλανδική αποικία, ιδρύοντας εκεί το Ινδονησιακό ΚΚ, κάνοντας μια επιστημονική ανάλυση του εξαρτημένου καπιταλισμού της χώρας και θα καθοδηγήσει τα πρώτα εργατικά κινήματα της αποικίας που παλεύουν για κοινωνική και εθνική χειραφέτηση. Θα συγκρουστεί με την σταλινική πολιτική της Κομιντερν το 1927 με αφορμή την πολιτική της στην προδοσία της πρώτης Κινέζικης επανάστασης και θα αποχωρήσει μαζί με την πλειοψηφία του Ολλανδικού ΚΚ, ιδρύοντας το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα θα είναι ένα από τα 4 κόμματα που θα πάρουν την πρωτοβουλία για την ίδρυση της 4ης Διεθνούς το 1933. Λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ο Σνίβλιετ θα διαφωνήσει με την 4η Διεθνή για οργανωτικά ζητήματα και θα αποχωρήσει. Κατά την διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής της χώρας θα φτιάξει το πρώτο και μεγαλύτερο δίκτυο παρτιζάνων σαμποτέρ στην χώρα. Θα σκοτωθεί από τους Ναζί, πολεμώντας ηρωϊκά το 1942.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ
13 Γενάρη 1936
Το ζήτημα της στάσης μας απέναντι στα κυβερνητικά μέτρα που υποτίθεται στοχεύουν ενάντια στο φασισμό είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Μια και η αστική δημοκρατία είναι ιστορικά χρεοκοπημένη, δεν είναι πια σε θέση να αμυνθεί στο δικό της χωράφι ενάντια στους εχθρούς της από τα δεξιά και τα αριστερά. Δηλαδή, για να διατηρηθεί το δημοκρατικό καθεστώς πρέπει προοδευτικά να διαλυθεί μέσα από αναγκαστικούς νόμους και διοικητικές αυθαιρεσίες. Αυτή η αυτοδιάλυση της δημοκρατίας στην πάλη ενάντια στη δεξιά και την αριστερά, φέρνει στο προσκήνιο τον Βοναπαρτισμό της αποσύνθεσης, που έχει ανάγκη και τον δεξιό και τον αριστερό κίνδυνο για την αβέβαιη ύπαρξη του, ώστε να τους χρησιμοποιεί τον ένα ενάντια στον άλλο και να ανυψώνεται προοδευτικά πάνω από την κοινωνία και τον κοινοβουλευτισμό της. Το καθεστώς Κόλιζν [1] μου φάνηκε για πολύ καιρό σαν ένα εν δυνάμει βοναπαρτιστικό καθεστώς.
Σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, ο κύριος εχθρός του βοναπαρτισμού παραμένει βέβαια, η επαναστατική πτέρυγα του προλεταριάτου. Έτσι μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι καθώς η ταξική πάλη βαθαίνει, όλοι οι αναγκαστικοί νόμοι, οι έκτακτες εξουσίες, κ.λ.π. θα χρησιμοποιηθούν ενάντια στο προλεταριάτο.
Αφού οι Γάλλοι σταλινικοί και σοσιαλιστές ψήφισαν υπέρ της διοικητικής διάλυσης των παραστρατιωτικών οργανώσεων, ο παλιάνθρωπος Μαρσέλ Κασέν [2] έγραψε στην «Ουμανιτέ» περίπου τα εξής: «Μια μεγάλη νίκη….Φυσικά, γνωρίζουμε ότι στην καπιταλιστική κοινωνία όλοι οι νόμοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ενάντια στο προλεταριάτο. Αλλά θα προσπαθήσουμε να το αποφύγουμε αυτό, κ.λ.π.». Το ψέμα εδώ βρίσκεται στη λέξη «μπορούν». Αυτό που θα έπρεπε να ειπωθεί είναι: «Γνωρίζουμε ότι καθώς βαθαίνει η κοινωνική κρίση, όλα αυτά τα μέτρα θα χρησιμοποιηθούν ενάντια στο προλεταριάτο με δεκαπλάσια ένταση». Υπάρχει ένα απλό συμπέρασμα να βγει από εδώ: Δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε το Βοναπαρτισμό της αποσύνθεσης με τα χέρια μας και να του δώσουμε και τις αλυσίδες που αναπόφευκτα θα χρησιμοποιήσει για να αλυσοδέσει την προλεταριακή πρωτοπορία.
Υπάρχει ακόμα μια πλευρά στην ίδια κατάσταση που φαίνεται ακόμα πιο σημαντική. Η αστική δημοκρατία είναι μια απάτη από την ίδια της την ουσία.Όσοπερισσότερο ανθίζει, τόσο λιγότερο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το προλεταριάτο όπως απέδειξε η ιστορία της Αγγλίας και των Ενωμένων Πολιτειών. Αλλά η διαλεκτική της ιστορίας διατάζει ότι η αστική δημοκρατία μπορεί να γίνει μια πανίσχυρη πραγματικότητα για το προλεταριάτο την ίδια στιγμή που καταρρέει. Ο φασισμός είναι το εξωτερικό σημάδι αυτής της αποσύνθεσης.
Η πάλη ενάντια στο φασισμό, η υπεράσπιση των θέσεων που έχει κερδίσει η εργατική τάξη μέσα στα πλαίσια της αποσυντιθέμενης δημοκρατίας μπορούν να γίνουν μια πανίσχυρη πραγματικότητα, μια και δίνει τη δυνατότητα στην εργατική τάξη να προετοιμαστεί για τις οξύτερες μάχες και εν μέρει να εξοπλιστεί. Τα δύο τελευταία χρόνια στη Γαλλία, από τις 6 Φλεβάρη 1934 [3], έχουν δώσει στις εργατικές οργανώσεις μια εξαιρετική ευκαιρία κι ίσως μια που δεν θα επαναληφθεί τόσο σύντομα να κινητοποιήσουν το προλεταριάτο και τη μικροαστική τάξη στο πλευρό της επανάστασης, να δημιουργήσουν εργατική πολιτοφυλακή, κ.λ.π.
Αυτή η πολύτιμη ευκαιρία δίνεται από την αποσύνθεση της δημοκρατίας, από την καθαρή της αδυναμία να διατηρήσει την «τάξη» με τα παλιά μέσα και με τον εξίσου καθαρό κίνδυνο που απειλεί τις εργαζόμενες μάζες. Όποιος δεν εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση και καλεί το «κράτος» δηλαδή τον ταξικό εχθρό, να «δράσει» στην πραγματικότητα πουλάει το πετσί του προλεταριάτου στη βοναπαρτιστική αντίδραση.
Επομένως, πρέπει να ψηφίζουμε ενάντια σε όλα τα μέτρα που δυναμώνουν το καπιταλιστικό – βοναπαρτιστικό κράτος, ακόμα και εκείνα τα μέτρα που μπορεί προς στιγμή να προκαλούν προσωρινή δυσαρέσκεια στους φασίστες. Φυσικά οι σοσιαλδημοκράτες και οι σταλινικοί θα πουν ότι υπερασπιζόμαστε τους φασίστες απέναντι στον Πατέρα Κόλιζν, που στο κάτω κάτω, είναι καλύτερος από τον κακό Μουσέρτ [4]. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι βλέπουμε μακρύτερα από τους άλλους και ότι οι μελλοντικές εξελίξεις θα επιβεβαιώσουν απόλυτα τις αντιλήψεις και τις απαιτήσεις μας.
Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε μερικές τροπολογίες που όταν απορριφθούν, θα κάνουν καθαρό σε κάθε εργάτη ότι αυτό που διακυβεύεται δεν είναι ο πισινός των φασιστών αλλά το πετσί του προλεταριάτου. Για παράδειγμα:
(1) Οι εργατικές φρουρές δεν πρέπει με κανένα τρόπο να θιχτούν από αυτό το νόμο, ακόμα και αν χρειαστεί να αναλάβουν δράση ενάντια στους απεργοσπάστες, τους φασίστες και άλλα λούμπεν στοιχεία.
(2) Τα συνδικάτα και οι πολιτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης διατηρούν το δικαίωμα να φτιάχνουν και να εξοπλίζουν τις οργανώσεις αυτοάμυνας απέναντι στο φασιστικό κίνδυνο. Το κράτος δεσμεύεται να βοηθήσει αυτές τις οργανώσεις με όπλα, πυρομαχικά και οικονομική υποστήριξη αν ζητηθεί.
Στο κοινοβούλιο αυτές οι προτάσεις ακούγονται μάλλον περίεργα και οι κύριοι κυβερνητικοί και οι σταλινικοί θα τις θεωρήσουν ότι «σοκάρουν». Αλλά ο μέσος εργάτης, όχι μόνο στο NAS [5], αλλά και στα ρεφορμιστικά συνδικάτα θα τις βρει δικαιολογημένες. Φυσικά, προτείνω αυτές τις τροπολογίες μονάχα σαν παράδειγμα. Θα μπορούσε ίσως να βρει κανείς καλύτερες, πιο ακριβείς διατυπώσεις.
Οι κύριοι σοσιαλδημοκράτες και σταλινικοί θα αρνηθούν να τις υποστηρίξουν ή ακόμα θα τις καταψηφίσουν; Ακόμη και αν τις υποστηρίξουν οι τροπολογίες θα απορριφθούν έτσι κι αλλιώς και έτσι θα είναι απόλυτα καθαρό γιατί ψηφίζουμε ενάντια στο κυβερνητικό σχέδιο σαν σύνολο – και πρέπεινα το κάνουμε αυτό, χωρίς την παραμικρή δεύτερη σκέψη για τους λόγους που έδωσα παραπάνω ακόμα και αν ο κοινοβουλευτισμός του Κόλιζν θεωρήσει εκτός θέματος αυτές τις τροπολογίες στη βάση ότι αφορούν μονάχα την τεχνική της προπαγάνδας και όχι την ουσία του ζητήματος.
Πρέπει να πάρουμε σοβαρά μέτρα ενάντια στον αφηρημένο «αντιφασιστικό» τρόπο σκέψης που διεισδύει ακόμα και στις γραμμές μας μερικές φορές. Ο «αντιφασισμός» δεν είναι τίποτε – μια άδεια έννοια που χρησιμοποιείται για να καλύπτει τη σταλινική κατεργαριά. Στο όνομα του «αντιφασισμού» θεσμοποίησαν την ταξική συνεργασία με τους Ριζοσπάστες. Πολλοί από τους συντρόφους μας θέλουν να δώσουν στο «Λαϊκό Μέτωπο», δηλαδή στην ταξική συνεργασία, θετική υποστήριξη με τον ίδιο τρόπο που είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε το ενιαίο μέτωπο, δηλαδή το διαχωρισμό του προλεταριάτου από τις άλλες τάξεις. Ξεκινώντας από το απόλυτα λαθεμένο σύνθημα του «Λαϊκού Μετώπου στην εξουσία» στο όνομα του «αντιφασισμού», προχωρούν ακόμα παραπέρα και διακηρύσσουν ότι είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν τον Βοναπαρτισμό γιατί ψήφος στο «αντιφασιστικό» νομοσχέδιο του Κόλιζν δε θα σήμαινε τίποτε λιγότερο από άμεση υποστήριξη στον Βοναπαρτισμό.
[5]NAS (Πανεθνική Οργάνωση Εργαζομένων), ήταν μια μικρή εργατική συνδικαλιστική ομοσπονδία της αριστεράς, στην οποία προέδρευε ο Σνίβλιετ εκείνη την εποχή.
Leave a Reply