Με τον Παύλο παίζαμε μαζί όταν ήμασταν παιδιά στο αδιέξοδο στενάκι κάτω από το σπίτι μου. Σχεδόν κάθε απόγευμα πιστοί στο ραντεβού μας. Μία παρέα 10 περίπου πιτσιρίκια κορίτσια – αγόρια. Ένα σωρό γνωστά και άλλα αυτοσχέδια ομαδικά παιχνίδια στον δρόμο. Πρώτα σκιρτήματα (έρωτες δεν μπορώ να πω), ιδρωμένες αγκαλιές, παιχνίδι, παιχνίδι,παιχνίδι. Ποδόσφαιρο, μήλα, αυτοσχέδιες μπασκέτες για μπάσκετ, ξύλο και ψιθυριστά κουτσομπολιά. Προσπαθώ να θυμηθώ τότε τον εαυτό μου, τι σκεφτόταν, όμως μου είναι αδύνατον να θυμηθώ. Σκεφτόμουν άραγε τίποτα για το μέλλον μου; Μπα… μάλλον όλος ο κόσμος τελείωνε στο σώμα της Αγγελικής που ήταν κορίτσι και για μένα ήταν αξιοθαύμαστες τότε οι αλλαγές στο σώμα της σε σχέση με το δικό μου. Όλος ο κόσμος τελείωνε στην μπάλα που η στριφνή (γνωστή και ως γεροντοκόρη) μας την πήρε! Όλος ο κόσμος τελείωνε στο τοίχο πίσω από την καφέ πολυκατοικία που φοβόμουν αλλά τόλμησα να πηδήξω. Ο κόσμος άρχιζε στο στενάκι και τελείωνε στο στενάκι μας. Μάλλον όχι, τελείωνε σπίτι, που καταϊδρωμένος – μαύρος από τα κυλίσματα στον δρόμο – και κυρίως πεινασμένος έτρωγα την περιβόητη ριγανάδα ή λίγο καρπουζάκι με φέτα!
Σήμερα είδα τον Παύλο, περπατούσε κάπως περίεργα, είχε παχύνει πολύ, τρομακτικές αυτές οι αλλαγές πολλές φορές. Τον είδα στην αρχή από πίσω. Τόσο πολύ άλλαξε που δεν τον αναγνώριζα. Πλησιάζαμε στην Εφορία και για κάποιον λόγο ήμουν σίγουρος ότι κι αυτός θα πήγαινε εκεί. Περίεργες μερικές φορές αυτές οι προβλέψεις. Σε κάνουν να πιστέψεις ότι έχεις μαντικές ικανότητες. Ή λες μετά πως αυτή η συνάντηση δεν ήταν τυχαία. Ίσως να είναι κι έτσι βέβαια. Άλλωστε τι στην ζωή μας είναι τυχαίο; Ίσως όλα στην αρχή να είναι τυχαία όμως όλα αυτά τα τυχαία δεν έχουν καθόλου τυχαία έκβαση.
Μπήκε μέσα και όταν αργότερα μπήκα κι εγώ με ρώτησε αν ξέρω που βγάζουμε κλειδάριθμο. Πόσο άλλαξα κι εγώ για να μην με γνωρίσει.
-Επ, Βαγγέλη (Πάλι καλά με γνώρισε.) Τι κάνεις κλπ. Πάμε για κλειδάριθμο. Τι κάνεις, δουλεύεις; (Εγώ θέλω να του πω αν θυμάται καθόλου τα παιχνίδια μας. Δεν μίλησα.) Δεν το σκέφτεσαι να φύγεις Βαγγέλη, τι να κάνεις εδώ; Εγώ ετοιμάζομαι, θα φύγω. Που; Δεν ξέρω ακόμα, ετοιμάζω ένα project, μία δουλειά και όταν θα είναι έτοιμο θα προσπαθήσω να το προωθήσω για έξω. Οπουδήποτε να πάω δεν με ενδιαφέρει. Ντάξει, δεν θα φύγω και Αυστραλία μάλλον κάπου κοντά.( Εγώ θέλω να του πω ότι πια δεν κατεβαίνουν άλλα παιδιά στο στενό μας. Γιατί; Δεν μίλησα.) Μα δεν το σκέφτεσαι; Εδώ είναι μπουρδέλο ρε’συ.. κοίτα εδώ ουρά.. τους σιχάθηκα ρε! Ούτε να τους βλέπω δεν θέλω. Όχι, δεν θέλω να φύγω, έχω φτιάξει την ζωή μου εδώ , μου ξεφεύγει. Δουλεύεις; Όχι.( Ήθελα να του πω ότι δεν είναι αυτό η ζωή. Θέλω να του πω ότι έχω μια πολύ όμορφη σχέση που με γεμίζει, μία παρέα ξεχωριστή, εσύ Παύλο;) Ρε ‘συ εγώ στο λέω, ντάξει δεν θέλω να γίνομαι «φορτωτικός», αλλά το λέω γιατί πιστεύω ότι θα έχω τύψεις αργότερα, θέλω όσα παιδιά έτσι συμπαθώ να τους τα πω για να μην γυρίσουν αργότερα και το μετανιώσουν. (Ωραία επανάσταση Παύλο… Δεν μίλησα) Έτσι και ο πατέρας μου δούλευε πόσα χρόνια στην Ολυμπιακή για να φτάσει να τον απολύσουν. Και το λέει, μου λέει Παύλο έπρεπε να σας είχα πάρει το 99 και να φεύγαμε. Αφού τα έβλεπα για την κωλοελλάδα. Κοίτα ρε μαλάκα. Όχι κοίτα μέσα. Όλοι όσοι δουλεύουν είναι πάνω από 50. Θα έπρεπε, να, όλοι αυτοί να’χουνε πάρει πούλο. Που να κάνουν γρήγορα αυτοί ρε μαλάκα να τελειώνουμε να φύγουμε; (Παύλο ο πατέρας σου που απολύθηκε από την Ολυμπιακή πόσο χρονών ήταν; Δεν μίλησα.) Ντάξει είναι ωραία η Ελλάδα, αλλά ξέρεις για τι είναι; Να δουλεύεις έξω και να’ ρθεις εδώ καλοκαιράκι, νησάκια, θάλασσα και μέχρι εκεί. Μετά πάλι πίσω να ζήσεις αξιοπρεπώς. (Ήθελα να του πω για τον Χατζή και για την Γερμανία του Σκουρογιάννη, για την απογοήτευση του και τη ζωή του στη Γερμανία, για την απογοήτευση του και τη ζωή του στην Ελλάδα. Για την «κοινωνία της κατανάλωσης, το ξερίζωμα και την αλλοτρίωση των ανθρώπων» που έλεγε ο Μπρουσάκης στο ελληνικό καφενείο και τον ξένιζε τον Σκουρογιάννη, του φαίνονταν όλα αυτά σοφά πολύ και δυσνόητα. Άραγε διαβάζεις καθόλου λογοτεχνία Παύλο; Πόιηση; Τι μουσική ακούς; Δεν μίλησα.) Μου το λένε εμένα, έχω πόσους φίλους στο εξωτερικό, Παύλο μου λένε φύγε όσο είσαι νέος, καμία σχέση εδώ η ζωή. Άντε να δούμε ρε πούστη μου πότε θα τελειώσουμε εδώ πέρα. Κοίτα εδώ μπαίνει ο άλλος μέσα, δεν ρωτάει τίποτα. Άμα ξεχαστείς και λίγο σου παίρνουν την ουρά… Είχα τσακωθεί την άλλη φορά, δεν θέλω να ξανατσακώνομαι… Πάλι καλά κάπως προχωράει.
Τελειώσαμε και έφυγε ο Παύλος βιαστικός με χαμόγελο νικητή που ξεμπέρδεψε και με το μεγάλο του όνειρο για το εξωτερικό. Εγώ έμεινα εκεί να αισθάνομαι λίγο πιο μαλάκας ακόμα από ότι και πριν από αυτήν την «τυχαία» συνάντηση.
Ο Σκουρογιάννης πάει στο δάσος για να βρει καταφύγιο στην ανεπιτήδευτη φύση, να βρει αλήθεια μακριά από ανθρώπους να βρει αλήθεια στην αρκούδα που ακόμη δεν χάθηκε και ζει κάπου εκεί ανάμεσα στα πανύψηλα ρόμπολα της Βάλια Κάλντα ξύνοντας την πλάτη της στους κορμούς. Ο Τράκας κάθε τόσο τον ρώταγε «Τι ετοιμάζεις εσύ εκεί;» « Για ξυλεία πας, ε; Καλά το κατάλαβα. » Ο Σκουρογιάννης ποτέ δεν εξήγησε γιατί πάει στο δάσος. Μόνο άφηνε να τον τυραννάει με τις ηλίθιες ερωτήσεις του.
Άρχισα να περπατάω αργά, πολύ αργά. Εξαντλητικά αργά. Σαν οι σκέψεις να απορροφούσαν όλη την ενέργεια από το σώμα μου. Ή σαν από πείσμα. Να περπατήσω αργά σαν να μην ταιριάζω στο σκηνικό της ταχύτητας της πόλης. Όπως κάτι παππούδες παράταιροι με το σκηνικό γύρω τους στην πόλη. Λες και τους έκανες κολλάζ και τους έβαλες από την πλατεία του χωριού τους κατευθείαν μπροστά στη Συγγρού με ένα μονάχα σελοτέιπ. Αργά. Μέχρι το κουρείο του κυρ- Γιάννη που μονίμως ονειρεύεται την επιστροφή του στην Ίμβρο. Ο κυρ- Γιάννης βλέπεις έχει άλλα όνειρα. Ίσως παρόμοια αλλά και τόσο διαφορετικά. Περίμενε έξω στον ελάχιστο ίσκιο μιας νερατζιάς από αυτές τις χιλιοταλαιπωρημένες των πεζοδρομίων. Ά ρε κυρ – Γιάννη φωνάζω ξαποσταίνεις στον ίσκιο του πλάτανου; Α ναι, μου λέει, εδώ να’ χαμε και μια βρύση να τρέχει ωραία θα’ τανε… Όμως ούτε πλάτανος υπάρχει, ούτε βρύση με κρύο νερό από το βουνό, ούτε πλατεία του χωριού υπάρχει. Ένα μικρό υπόγειο κουρείο μπροστά στη λεωφόρο, μια πόρτα και ένα aircondition.
Leave a Reply