Ζητιάνοι Πολυτελείας (μετά από χρόνια)

Σάββατο 26 Μάη κάπου στις 17.00 έξω από μία από τις πάμπολες πλαζ της παραλιακής ( έχω χάσει την μπάλα πλέον για το πόσες είναι, εκτός του ότι δεν κανείς δεν γνωρίζει καλά τους χώρους τους οποίους δεν έχει οικειοποιηθεί ποτέ του ) κάπου στον Άλιμο. Εμείς περνάγαμε με τα ποδήλατα από εκεί. Κι ακούμε φευγαλέα τον εξής διάλογο μεταξύ τύπου που πουλάει καλαμπόκια στην είσοδο έξω από την πλαζ και δημοτόμπατσων:

– Σας παρακαλώ πολύ τώρα,σας παρακαλώ! Έχουμε σαλτάρει όλοι σας λέω, είμαστε όλοι τρελαμένοι, μην μου κολλάτε, ήρθα εδώ να πουλήσω δυο καλαμπόκια να βγάλουμε κάτι να ζήσουμε κι έρχεστε τώρα εσείς και μου κολλάτε; Είμαστε όλοι στα όρια μας πια… Σας παρακαλώ! (με ύφος φανερά εκνευρισμένο)
– Δεν σας κολλάμε κύριε αλλά κι εμείς κάνουμε τη δουλειά μας… (είπε ο ένας εκ των δύο δημοτόμπατσων κρατώντας μάλιστα στα χέρια δυο σακούλες με κουλούρια που προφανώς είχε αρπάξει από άλλον πλανώδιο κακομοίρη, ίσως αυτός να ‘ταν και μετανάστης – άρα μηδέν δικαιώματα – άρα τα κουλούρια τα έφαγε η δημοτική μας αστυνομία)

Αυτό ήταν όλο κι όλο όσο ακούσαμε καθώς είμαστε και ποδηλάτες της ταχύτητας (μη χέσω)… Κι εμείς φύγαμε –  κι ακόμα βρίζω τον εαυτό μου που δεν παραμείναμε εκεί να λιντσάρουμε λίγο την κατά τα άλλα αγαπημένη μας δημοτική αρχή.

Συνεχίζοντας την ποδηλατοβόλτα, το βλέμμα μου γέμισε οργή για τις εκτάσεις της παραλίας που ήταν κατειλημμένες από ξαπλώστρες, τερατώδεις τουριστοεπιχειρήσεις, μπαρόκλαμπα και πάρκινγκ κλπ κλπ (μην σας τα λέω όλοι τα ξέρετε).

Ε, ναι λοιπόν η έννομη τάξη πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία! Σώστος ο κύριος “δημοτική αρχή”. Έτσι ξεκίνησαν και αυτοί οι καλομαυρισμένοι, με τις κούρσες τους που έχουν στην ιδιοκτησία τους κάποια στρέμματα παραλίας ο καθένας… από καλαμπόκια… έτσι δεν είναι; Απο καλαμπόκια ή κάστανα… ε; Ε ναι! κ μετά κατέλαβαν σιγά σιγά ολόκληρες παραλίες! Χα! Κάτω οι καστανάδες! Κάτω οι καλαμποκάδες! Θα σας τσακίσουμε! Ούτε τετραγωνικό γης σε αυτούς!

Κάπως έτσι (δεν ξέρω αν υπάρχει άμεση σχέση αλλά…) μου ‘ρθε στο μυαλό αυτό εδώ το παλιό κειμενάκι (γιατί εμείς είμαστε “πολιτιστικό στέκι” και οφείλουμε να σχολιάζουμε και να καταπιανόμαστε μόνον με τον “πολιτισμό” και …”πολιτισμένα”):

Ζητιάνοι Πολυτελείας
Μπήκα και χτύπησα το εισιτήριο μου. Κάθισα.  «Νομοταγής πολίτης», «φιλήσυχος». Πάντα. Δεν αντέδρασα ποτέ σ’ όσα νιώθω να με περιορίζουν. Ποτέ δεν έκανα την παραπάνω αυτή σκέψη που θα με βγάλει έξω απ’ το ανούσιο και την ανία της εποχής μας… Μόνιμα έγκλειστος – παγιδευμένος σε έναν χώρο που οι άλλοι έχουν ορίσει  για’ μένα να παραμένω εκεί και να αφουγκράζομαι την ζωή 24 ώρες το 24ωρο. Πότε θα ξεσπάσω; Το έχω στ’ αλήθεια ανάγκη. Να φτύσω κατάμουτρα όσα μίσησα… Όσα μου καταστρέφουν την κάθε μέρα. Την κάθε στιγμή.
Ένας πλανόδιος μουσικός μπήκε μερικές στάσεις μετά από ‘μένα. Φλογέρα! Γαλήνη. Μέσα στη βουή ,τη τόση φασαρία ένα όργανο που βγάζει γλυκές μελωδίες σαν της σιωπής… Νότες που ταξίδεψαν απ’ τα δέντρα και τις πεδιάδες , τα βουνά , τους βοσκούς και τα κελαριστά νερά ήρθαν ως εδώ για να με συναντήσουν. Νιώθω ευγνωμοσύνη για την τόση ομορφιά και αφήνομαι… Όμως όχι για πολύ. Γυρίζοντας το βλέμμα στο παράθυρο βλέπω μια έντονα φωτισμένη διαφήμιση με φτιασιδωμένες «καλλιτέχνιδες» και «καλλιτέχνες». Αψεγάδιαστα πρόσωπα με χρώματα κλόουν στο απαλότερό τους. Ο πλανόδιος μουσικός συνέχισε να παίζει… Κοίταξα γύρω και όπως μάντεψα: Όλοι ήταν αδιάφοροι. Ένας μουσικός καταδικασμένος στη μοναξιά του. Σ’ αυτή την σκληρή μοναξιά που ένας καλλιτέχνης νοιώθει όταν φανερώνει την ψυχή του σε ακροατήριο χωρίς ψυχή.
     Το λεωφορείο συνέχιζε το προκαθορισμένο δρομολόγιο του. Κι εγώ έκανα ακριβώς το ίδιο στη ζωή μου. Όλα προκαθορισμένα και η συνέχεια της γνωστή κι ασήμαντη. Μια άλλη φωτεινή διαφήμιση τώρα τραβούσε σε όλους την προσοχή. Νιώθω την ανάγκη να κάνω κάτι για να απαλλαγώ απ’ την υποκρισία. Να βάλω φωτιά σε όσα περιβάλλουν την ουσία μας. Σε όσα με σάρκα και ψέμα κρύβουν την αλήθεια μας. Να λιώσουν μπροστά στα μάτια μου και να ξέρω πως δεν θα τα ξαναδώ. Πόσοι θα πουν αυτόν τον άνθρωπο ζητιάνο…; Μα ποιος στ’ αλήθεια είναι ο ζητιάνος; Αυτός; Αυτός που απέμεινε με τη μικρή του φλογέρα να παίζει τις πιο γλυκές μελωδίες στα λεωφορεία ή αυτά τα τόσο εκνευριστικά χαμογελαστά πρόσωπα της επιγραφής; Ποιος ζητιάνεψε την δόξα και τον πλούτο; Ποιος εμφανίζεται συνεχώς μπροστά στα αποχαυνωμένα μας μάτια ζητιανεύοντας φήμη; Ποιος πέταξε την «τέχνη» – την ψυχή του στα σκουπίδια για τα λεφτά; Δεν άντεχα άλλο τις σκέψεις μου. Χαμογέλασα… Έδωσα πενήντα λεπτά στον μουσικό και κατέβηκα. Έψαξα αρκετή ώρα για να βρω μια πέτρα στα μέτρα που ήθελα. Πήγα κοντά στην επιγραφή…
 
Στο διάολο ζητιάνοι πολυτελείας!

Κάτι έχω πάθει μάλλον τον τελευταίο καιρό και ανασέρνω συνεχώς αναμνήσεις από παλιότερα στιχάκια, γραπτά. εικόνες, σκέψεις… Ορισμένως, κάποια στιγμή θα διερωτηθώ εντονότερα για αυτή την περίεργη κατάσταση μου. Κατά τα άλλα το παραπάνω κειμενάκι είναι από την συλλογή διηγημάτων και σκέψεων “Βροχολόγιο” που ήταν και το πρώτο δημιούργημα όπου αναγράφηκαν οι μαγικές τρεις λέξεις “Ταξίδι Χωρίς Χάρτη” κάπου στο 2006. Το βιβλίο μοιραζόταν μέχρι πρότινος από το στέκι όμως καθότι τα αντίτυπα εξαντλήθηκαν και τα φράγκα επίσης επιφυλλασόμαστε για να κυκλοφορήσει σύντομα σε ηλεκτρονική μορφή. Θα ενημερωθείτε από εδώ*. Τα λέμε!

Dran
*update: Πληροφορίες για το Βροχολόγιο και το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή εδώ.

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.