Μέσα στο χειμώνα είναι συνήθως που σου’ρχονται νοσταλγίες καλοκαιρινές. Περιπέτειες από αναβάσεις στα πανέμορφα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας… Ο καθαρός αέρας, ο ήλιος, τα σύννεφα, τα δέντρα, τα πουλιά, οι μυρωδιές, η γαλήνη, η ελευθερία… Ξέρω ότι οι περισσότεροι ψάχνουν τη θάλασσα το καλοκαίρι για να δροσιστούν, αλλα σας προκαλώ να ανέβετε σε μία κορυφή το επόμενο καλοκαίρι – εάν δεν το έχετε κάνει ποτέ- και μετά να μου απαντήσετε για τη δροσιά.
Μπορεί να μην φταίει μόνο ο χειμώνας για τη νοσταλγία μου αυτή, αλλά και η κούραση της πόλης… Εδώ που τα λέμε, αναμφίβολα και η κούραση της πόλης.
Έτσι κι εμένα μου’ρθε χτες βράδυ η νοσταλγία του βουνού. Ενώ περίμενα κανένα πεντάλεπτο σε έναν πολυσύχναστο δρόμο της πρωτεύουσας να περάσω απέναντι και καθώς είχε προηγηθεί και κουβέντα με έναν φίλο, που συνάντησα μετά από καιρό στην Αθήνα γιατί έλειπε στο χωριό του. Και καθώς αδυνατούμε χρόνια τώρα να απαντήσουμε στο ερώτημα πόλη η χωριό ,όσοι προβληματιζόμαστε επάνω σε αυτό το ζήτημα ακόμα, ας απαντήσουμε σε ένα πιο εύκολο ερώτημα για την ώρα: θάλασσα ή βουνό; Αυτό το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει ο φίλος μας κύριος Μιχάλης σε ένα βιβλίο που έγραψε το καλοκαίρι που μας πέρασε και το αφιέρωσε στο στέκι.
Παραθέτω μερικά αποσπάσματα που με συγκινούν όταν τα διαβάζω, με την ελπίδα να σας συγκινήσουν κι εσάς και να σας βοηθήσουν να βρείτε απάντηση στο ερώτημα που σας βασανίζει.
«Ναι, έχει και το βουνό τις χάρες του!…
Δέντρα με γυαλιστερούς λείους νεαρούς κορμούς να προσπαθούν να φτάσουν τον ήλιο. Κορμοί χοντροί, ρυτιδιασμένοι, άλλοι με χαρακιές από κεραυνούς, άλλοι με τρύπες από δρυοκολάπτες, άλλοι στραβοί και ογκώδεις να χουζουρεύουν ικανοποιημένοι, από το ύψος τους και το βάρος τους. Μερικοί πυκνοφυτρωμένοι, δε νοιάζονται τόσο για το πάχος τους, αλλά ανταγωνίζονται τους κοντογείτονές τους, ίσια σε ευθεία γραμμή, να μην στερηθούν τον ήλιο.
Βρύα, λειχήνες και τεμπέλικα παράσιτα κολλούν επάνω τους, απολαμβάνοντας την τεμπελιά τους.
Αναρριχώμενοι κισσοί και κλιματσίδες, γυροσκαρφαλώνουν γύρω τους στολίζοντάς τους με το φύλλωμά τους.
Κορμοί, πεσμένοι κατάχαμα, να προσφέρουν το κορμί τους για ξεκούραση, για προσφορά φαγητού σε μανιτάρια, σε ξυλοσκούληκες, που και αυτά γίνονται κάτι ανάλογο, για ραμφοειδή πτερωτά.
…
Μέχρι και στην ορεινή ζώνη, μπορεί να συναντήσεις σε προστατευμένα ξέφωτα, ή απάνεμες πλαγιές, παλιούς οικισμούς και χωριά.
Πολλά απ’αυτά, έχουν αφεθεί στη φροντίδα των καιρικών συνθηκών και στην πορεία του χρόνου, που έχουν αποδειχτεί κακοί συντηρητές.
…
Σπίτια παραδοσιακά, χτισμένα με υλικά της περιοχής, δεμένα με το περιβάλλον, συνταιριασμένα με τη γύρω φύση.
Μερικά καπνίζουν ακόμα. Άλλα πάλι, πληγωμένα απ’την εγκατάλειψη, αναπολούν περασμένα πανηγύρια, κλαρίνα, χορούς και τραγούδια, των κτηνοτρόφων, των αγωγιατών, των ξυλοκόπων, των βιοτεχνών, των εμπόρων που τα κατοικούσαν, ή τις χαρές απ’τον γυρισμό των ξενιτεμένων.
Αν τύχει και περάσεις από κει, βραχνές φωνές γερόντων, με τις κλίτσες στα χέρια, σε καλούν για κέρασμα και κουβέντα, σε κείνα τα στρογγυλά μεταλλικά τραπεζάκια του καφενέ.
…
Δεν παραπονιέσαι, καθώς ανηφορίζεις, αν κάποιος βοσκός σε καθυστερήσει. Σε κερνά στριφτό τσιγάρο και νιώθεις τη ζητιανιά για κουβέντα. Λόγια απλά, σταράτα, για καταγωγή, διαβίωση, στερήσεις, πεθυμιές, ανάγκες, μπερεκέτια, αναβροχιές και «τέτοια η ζωή», μέχρις να χαθεί το κοπάδι.
Παρ’όλη την κούραση, σαν αντικρίσεις την κορφή, νιώθεις πιο ανάλαφρος, επιστρατεύεις δυνάμεις και σε λίγο είσαι πάνω της.
Νιώθεις τον κρύο αγέρα να διαπερνά όλες τις κυψελίδες σου και αποθέτεις το φορτίο σου αυτοϊκανοποιούμενος για το αποτέλεσμα.
Ο απόηχός του, πολλαπλασιάζει την απόκοσμη ησυχία και γαλήνη.
Όρθιος, γυροφέρνεις μάτια και σώμα περίγυρα, μέχρι να συνειδητοποιήσεις, τι κατάφερες και με σχολαστικότητα πιο μετά, αγναντεύεις την απεραντοσύνη του περιβάλλοντος.
…
Μπροστά στο μεγαλείο της φύσης, νιώθεις τη μικρότητά σου, ξεχνώντας όλες τις στενάχωρες συχνοτήσεις σου με τους ανθρώπους.
…
Η φύση εδώ με την επιβολή της, ξέπλυνε την κρούστα εκείνη, που σκέπαζε τον καλό σου εαυτό…
Συγκινήσεις πρωτόγνωρες, πεθυμιές γαληνεμένες…»
Μιχάλης Γ. 6/6/13
Σημείωση του βιβλίου:
«Πώς μου’ρθε και τα γράφω τώρα αυτά!
Να, όπως κει που ξαποσταίνεις πάνω σε μια πέτρα, καθώς ανηφορίζεις σε κάποιο βουνό, έτσι από αμηχανία, σκαλίζεις το χώμα με το ραβδί σου και βλέπεις, να δυσκολοανασαίνει μέσα στο χώμα, ένα κάποιο φύτρο.
Το κοιτάζεις, το συμπονάς κι αν το παγούρι σου έχει νερό, το δροσίζεις λίγο.
Μπορεί να μην γίνει δέντρο… Φτάνει που το βοήθησες…
Ποιος ξέρει, μπορεί και να γίνει…»
Όσο για το άλλο ερώτημα – πόλη η χωριό- έχει πολλές παραμέτρους που πρέπει να εξετάσετε για να αποφασίσετε, σας αφήνω ανεπηρέαστους … και καλή τύχη!
Και ένα τραγούδι αφιερωμένο όχι στους ορειβάτες, αλλά πιο σωστά θα έλεγα στους ανθρώπους του βουνού. Μπορείτε να το βρείτε σε πολλές εκτελέσεις καθώς το έχουν τραγουδήσει πολλοί…
Leave a Reply